παρωπλισμένος

παρωπλισμένος
-η, -ον
βλ. παροπλίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παροπλίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. θέτω πλοίο σε κατάσταση παροπλισμού 2. μτφ. περιορίζω στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν τού αναθέτω κάτι σημαντικό ή ανάλογο προς τη θέση του να κάνει 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παροπλισμένος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”